γαγάτης

γαγάτης
Οργανικό πετράδι αποτελούμενο κυρίως από άνθρακα. Έχει χρώμα μαύρο ή καστανόμαυρο και αποτελεί ποικιλία του λιγνίτη. Η ονομασία του αποδίδεται στην αρχαιοελληνική έκφραση λίθος γαγάτης, δηλαδή λίθος (πέτρα) από τη Γάγα, πόλη της Λυκίας της Μικράς Ασίας. Ο γ. είναι άμορφο υλικό αφού δεν σχηματίζει κρυστάλλους και ταξινομείται από τους γεωλόγους ως ορυκτός άνθρακας. Η πυκνότητά του είναι 1,33 gr/cm3 και η σκληρότητά του 2,5 στη σκληρομετρική κλίμακα των ορυκτών. Ο γ. μετά από επεξεργασία μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην κοσμηματοποιία. Συναντάται κυρίως στις τοποθεσίες Οντ (Γαλλία), Αστούριας (Ισπανία) και Γιούτα (ΗΠΑ).
* * *
ο (AM γαγάτης)
συμπαγής ποικιλία μαύρου λιγνίτη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στην κοσμηματοποιία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε -της, που κατά τον Πλίνιο προήλθε από Γάγας ή Γάγαι, ονομασία πόλεως και ποταμού της Λυκίας. Από τη λ. γαγάτης προήλθε και το λατ. gagātēs, απ' όπου και τα νεώτερα γαλλ. jais, γερμ. Gagať].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Γαγάτης — lignite masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαγάται — Γαγάτης lignite masc nom/voc pl Γαγάτᾱͅ , Γαγάτης lignite masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαγάτην — Γαγάτης lignite masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαγάτου — Γαγάτης lignite masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαγάτῃ — Γαγάτης lignite masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαγγήτις — και γαγγίτις, η (Α) αυτή που προέρχεται από τον Γάγγη («γαγγῆτις λίθος» ο γαγάτης). [ΕΤΥΜΟΛ. < Γάγγης, με πιθανή επίδραση της λ. γαγάτης*, που οφείλεται σε παρετυμολογία] …   Dictionary of Greek

  • гагат — окаменевшая горная смола, черный янтарь из нов. в. н. Gagat или франц. gagate, восходят через лат. gagatem к названию города Γάγας в Ликии. Ср. греч. Γαγάτης λίθος; см. Литтман 17; Клюге Гётце 182, Папе – Бензелер 235 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Гагат — Формула C Цвет чёрный или коричнево чёрный Блеск смолистый Твёр …   Википедия

  • gagates — (del lat. «gagātes», del gr. «gagátēs»; ant.) m. *Azabache. * * * gagates. (Del lat. gagātes, y este del gr. γαγάτης). m. ant. azabache (ǁ variedad de lignito) …   Enciclopedia Universal

  • ήλεκτρο — Απολιθωμένη ρητίνη κωνοφόρων (κοινώς κεχριμπάρι) αβέβαιης χημικής σύνθεσης, που συχνά εμπερικλείει λείψανα ζώων και φυτών. Ο τύπος αυτός άμπρας (κηρώδες υγρό που το εκκρίνει η φάλαινα) μπορεί να έχει ποικίλα χρώματα (κίτρινο, κοκκινωπό, καστανό,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”